ημερινος

ημερινος
    ἡμερινός
    ἡμερῐνός
    3
    1) дневной
    

(φῶς Plat.; φυλακή Plut.)

    2) дневной, прибывающий днем
    

(ἄγγελος Xen.)

    3) совершающийся днем
    

(θεωρία Polyb.)

    4) повседневный, ежедневный
    

(σῖτα Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ημερινος" в других словарях:

  • ημερινός — ἡμερινός, ή, ὸν (Α) [ημέρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ημέρα ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τής ημέρας («ἡμερινὸς πυρετός», Ιπποκρ.). Επιρρ. ἡμερινῶς (AM) κατά τη διάρκεια τής ημέρας …   Dictionary of Greek

  • ἡμερινός — of day masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερινά — ἡμερινός of day neut nom/voc/acc pl ἡμερινά̱ , ἡμερινός of day fem nom/voc/acc dual ἡμερινά̱ , ἡμερινός of day fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερινῶν — ἡμερινός of day fem gen pl ἡμερινός of day masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερινόν — ἡμερινός of day masc acc sg ἡμερινός of day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεριναῖς — ἡμερινός of day fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεριναί — ἡμερινός of day fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερινοῖο — ἡμερινός of day masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερινοῖς — ἡμερινός of day masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερινοῖσι — ἡμερινός of day masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερινοί — ἡμερινός of day masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»